- υδρεύομαι
- υδρεύτηκα, προμηθεύομαι το απαραίτητο για τις ανάγκες μου νερό, εφοδιάζομαι με νερό: Η Αθήνα υδρεύεται από τη λίμνη του Μαραθώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδρεύομαι — υδρεύομαι, υδρεύτηκα (σπάν. υδρεύθηκα) βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υδρεύομαι — ΝΜΑ βλ. υδρεύω … Dictionary of Greek
ὑδρεύομαι — ὑδρεύω draw fetch pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρδω — ἄρδω (Α) Ι. 1. ποτίζω, αρδεύω 2. (για θεούς και ανθρώπους) ποτίζω ζώο 3. (για ποταμούς) α) παρέχω νερό στους ανθρώπους β) ποτίζω τη γη II. ( ομαι) 1. (για πρόσωπα) πίνω 2. ποτίζομαι 3. υδρεύομαι 4. μτφ. περιποιούμαι κάτι, διατηρώ αυτό σε ακμαία… … Dictionary of Greek
αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… … Dictionary of Greek
ευυδρώ — εὐυδρῶ, έω (Α) [εύυδρος] έχω αφθονία νερού, υδρεύομαι ή αρδεύομαι καλά … Dictionary of Greek
υδρεύω — ὑδρεύω, ΝΜΑ (κυρίως μεσ.) υδρεύομαι προμηθεύομαι νερό για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με νερό αρχ. ενεργ. 1. αντλώ ή κουβαλώ, μεταφέρω νερό («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», Ομ. Οδ.) 2. αρδεύω, ποτίζω («δεῑ δ ὑδρεύειν εὖ μάλα κατὰ τῆς… … Dictionary of Greek
ՋՈՒՐ — (ջրոյ, ջրով կամ ջուրբ. ջուրք, ջրոց կամ ջուրց, ջրովք կամ ջուրբք.) NBH 2 0676 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c գ. ὐδώρ aqua. Տարր խոնաւ եւ ցուրտ, ըմպե լի եւ լուացօղ կամ մաքրողական, յանձրեւոյ, ʼի գետոյ կամ յաղբերէ. իսկ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)